- παρεκκλίνουσα
- παρεκκλί̱νουσα , παρεκκλίνωturn somewhat asidepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βινιόλα, Τζιάκομο ντα- — (Giacomo da Vignola, Βινιόλα 1507 – Ρώμη 1573). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού αρχιτέκτονα Τζιάκομο Μπαρότσι (Giacomo Barozzi). Ο Β. υπήρξε σημαντικός εκπρόσωπος του μανιερισμού της Ρώμης και συνεχιστής του έργου του Μιχαήλ Άγγελου στη… … Dictionary of Greek